- όγκιον
- ὄγκιον ή ὀγκίον, τὸ (Α)θήκη ή κιβώτιο όπου φυλάγονταν οι ακίδες τών βελών και διάφορα σιδερένια εργαλεία («ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος κεῑτο πολὺς καὶ χαλκός», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται ότι συνδέεται περισσότερο με το ὄγκος* (Ι) παρά με το ὄγκος (ΙΙ)].
Dictionary of Greek. 2013.